- παραθετικός
- η , ό[ν] грам. 1. сравнительный;2. грам. :
τα παραθετικά (επίθετα) — степени сравнения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα παραθετικά (επίθετα) — степени сравнения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραθετικός — ή, ό / παραθετικός, ή, όν, ΝΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράθεση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραθετικά οι παρά τον αρχικό τύπο τού θετικού βαθμού τύποι τού συγκριτικού και τού υπερθετικού βαθμού τών επιθέτων ή… … Dictionary of Greek
παραθετικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παράθεση: Τα παραθετικά επίθετα δηλώνουν ιδιότητα ή ποιότητα σε κάποιον ανώτερο βαθμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)